- στιβείον
- τὸ, Α [στιβεύς / στιβεύω]το έργο, η εργασία εκείνου που πλένει και λευκαίνει πατώντας τα με τα πόδια μαλλιά ή μάλλινα υφάσματα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
στίβος — Ημιορεινός οικισμός (628 κάτ., υψόμ. 160 μ.), στην επαρχία Λαγκαδά του νομού Θεσσαλονίκης. Είναι έδρα της ομώνυμης κοινότητας (11 τ. χλμ., 628 κάτ.). * * * ο, ΝΑ νεοελλ. 1. τμήμα γηπέδου, σταδίου ή ιπποδρομίου κατάλληλο για τη διεξαγωγή αθλητικών … Dictionary of Greek